κηγχός

κηγχός
κηγχός (Α)
ιων. τ. αντί κῇ ἀγχός) σε ποιο τόπο, πού γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κῇ ἀγχός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κήχος — κῆχος και κῆγχος ή κηγχός (Α) (πάντοτε στη φρ.) «ποῑ κῆχος;» σε ποιό τόπο; πού γης; για πού; (α. «ποῑ κῆχος;» «εὐθύς Σικελίας», Αριστοφ. β. «ποῑ κῆχος;» «ἐγγύς ἡμερῶν γε τεσσάρων», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”